μικραίνω

μικραίνω
(Μ σμικραίνω και σμικρύνω) [μικρός]
1. καθιστώ κάτι μικρό ή μικρότερο σε σχέση με ό,τι ήταν πριν, ελαττώνω, μειώνω
2. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω («οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν»)
μσν.
1. υποτιμώ
2. συντομεύω
3. μτφ. υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω
3. (το μέσ.) μικραίνομαι
μτφ. νιώθω μικρός, ασήμαντος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικραίνω — μικραίνω, μίκρυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μικραίνω — μίκρυνα, μικρύνθηκα, μικρυμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι ή να φαίνεται μικρό: Πάχυνε και της μίκρυναν όλα τα ρούχα. 2. αμτβ., γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω: Η σύνταξη μίκρυνε μετά την επιβολή των νέων φορολογικών μέτρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίκρεμα — και μίκραιμα, το [μικραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μικραίνω, σμίκρυνση, μείωση, ελάττωση, βράχυνση …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • βραχύνω — (AM βραχύνω) [βραχύς] 1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. (προστ.) βραχύνατε στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό …   Dictionary of Greek

  • επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • μικροποιώ — μικροποιῶ, έω (Α) [μικροποιός] καθιστώ κάτι μικρό, μικραίνω, ελαττώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”